ανδρώνας

ανδρώνας
ο (Α ἀνδρών, -ῶνος)
αρχαιολ.
1. το χρησιμοποιούμενο για τη διαμονή και συνεστίαση τών ανδρών διαμέρισμα τού σπιτιού
2. η μέσαυλος
νεοελλ.
βοτ. το σύνολο τών στημόνων άνθους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἀνδρῶνας — ἀνδρών men s apartment masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ANDRON — I. ANDRON Alexandrinus, Χρονικὰ edidit. Athenaeus l. 4. Item Andron, Halicarnassensis, qui laudatur Plutarcho in Theseo, Isacio Tzetzae ad Lycophronem, ac Scholiast. Aeschyli, ad Persas. Item Andron, Teius, cuius Periplus citatur a Schol.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανδρείος — α, ο (ΜΑ ἀνδρεῑος, εία, ον) γενναίος, θαρραλέος νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ανδρείο(ν) βοτ. ο ανδρώνας τού άνθους αρχ. 1. αυτός που ταιριάζει σε άνδρα, ανδρικός 2. ισχυρογνώμων 3. (για πράγμ.) ισχυρός, ζωηρός, έντονος 4. το ουδ. ως ουσ. α) εν. η… …   Dictionary of Greek

  • ανδρών — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Εφέσιος συγγραφέας (5ος αι. π.Χ.). Έγραψε σύγγραμμα για τους Επτά σοφούς της αρχαίας Ελλάδας με τον τίτλο Τρίπους. 2. Αθηναίος πολιτικός (5ος αι. π.Χ.). Ήταν πατέρας του Ανδροτίωνα και μέλος της κυβέρνησης των… …   Dictionary of Greek

  • ανδρωνίτης — ανδρωνίτης, ο και ανδρώνας, ο το διαμέρισμα του σπιτιού στην αρχαιότητα στο οποίο έμεναν οι άντρες (γυναικωνίτης, ο, το διαμέρισμα των γυναικών) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ДАСИЙ, СЕВИР, АНДРОНА, ФЕОДОТ, ФЕОДОТА — [греч. Ϫάσιος, Σευῆρος / Σευηριανός, ᾿Ανδρωνᾶς, Θεόδοτος, Θεοδότη], мученики (пам. греч. 3, 4, 5 нояб.). Время и место мученической кончины неизвестны. В стишных синаксарях говорится, что они были усечены мечом (ГИМ. Син. греч. 354, 1295 г.… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”